Mιλώντας για ψυχολογία - Διάσημα πειράματα - Point of view

Εν τάχει

Mιλώντας για ψυχολογία - Διάσημα πειράματα






Το πείραμα στον τομέα της ψυχολογίας χρησιμοποιείται για να παρατήρηση και μελέτη σε ανθρώπους και ζώα ψυχικά, νοητικά και βιολογικά χαρακτηριστικά. Το πείραμα είναι η μέθοδος, με την οποία σκόπιμα και κάτω από τεχνητούς ή και φυσικούς όρους προκαλείται ένα ψυχικό φαινόμενο..



Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να επαναληφθεί κάτω από τους ίδιους όρους, προκειμένου να μελετηθεί και να ερευνηθεί καλύτερα.



Ο τομέας της πειραματικής ψυχολογίας επειδή στο παρελθόν χρησιμοποιείτο χωρίς όρια, είχε αρκετές αρνητικές κριτικές. Παρακάτω θα δούμε κάποια από τα πιο γνωστά πειράματα στο τομέα της ψυχολογίας. Κάποια από αυτά θα δείτε και μόνοι σας ότι ξεπέρασαν τα όρια. Γι’ αυτό το λόγο και για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων ανθρώπων και μη, δημιουργήθηκε ο «ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΡΕΥΝΩΝ»

Η θεωρία του Pavlov για τη μάθηση βασίστηκε σε πειράματα που πραγματοποίησε με έναν σκύλο. Ο Pavlov έδινε τροφή καθημερινά αφού πρώτα χτυπούσε ένα καμπανάκι. Η προσφορά, δηλαδή τροφής συνοδευόταν από έναν συγκεκριμένο ήχο. Μετά από αρκετές επαναλήψεις ο επιστήμονας παρατήρησε ότι ο σκύλος μόλις άκουγε πλέον το γνωστό ήχο (καμπανάκι) παρουσίαζε έκκριση σιέλου. Το πείραμα αυτό έγινε και σε άλλα ζώα, όπως ποντίκια γάτες με διαφορετικά ερεθίσματα και το αποτέλεσμα παρέμενε πάντα ίδιο.




Αυτές οι παρατηρήσεις οδήγησαν τον Pavlov (εξαρτημένη μάθηση) στο συμπέρασμα ότι μάθηση έχουμε όταν καταφέρουμε να συνεξαρτήσουμε κάποιο ουδέτερο ερέθισμα με κάποια αντίδραση. Αυτή η αντίδραση μπορεί να προκαλείται από κάποιο φυσικό ερέθισμα αρχικά. Αντίθετα το ουδέτερο ερέθισμα αρχικά δεν επιφέρει αυτή την αντίδραση. Μετά τη συνεξάρτηση, δηλαδή την τοποχρονική συνάφεια ουδετέρου και φυσικού ερεθίσματος καθώς και της αντίδρασης, επιτυγχάνεται η εμφάνιση της φυσικής αντίδρασης με τη διέγερση που προκαλούσε το ουδέτερο αρχικά ερέθισμα

.

Ο Αμερικανός ψυχολόγος John Watson θεωρείται ιδρυτής του συμπεριφορισμού. Μελέτησε την παρατηρήσιμη και έκδηλη συμπεριφορά του ανθρώπου. Η συμπεριφορά του ατόμου είναι αποτέλεσμα μάθησης καθώς και τα συναισθήματα, και οι φόβοι. Υποστήριξε ότι οι περισσότεροι φόβοι δεν είναι έμφυτοι αλλά μαθαίνονται. Ένα πολύ γνωστό πείραμα του Watson είναι αυτό με ένα11μηνο μωρό, τον Άλμπερτ. Όταν δόθηκε η ευκαιρία στο μωρό να παίξει με ένα άσπρο κουνέλι, διαπιστώθηκε ότι παίζει μαζί του και το αγγίζει χωρίς κανένα φόβο. Στη συνέχεια κάθε φορά που άγγιζε το κουνέλι, ο πειραματιστής προκαλούσε έναν δυνατό κρότο, ένα οξύ ήχο, που προκαλούσε φόβο. Ύστερα από μερικές επαναλήψεις, ο Άλμπερτ άρχισε να εκδηλώνει φόβο κάθε φορά που άγγιζε το κουνέλι ή οποιοδήποτε άλλο μαλακό λευκό χνουδωτό αντικείμενο, ακόμη και τα γένια του παππού του, ή την άσπρη μπλούζα του οδοντίατρου, παρόλο που απουσίαζε ο δυνατός κρότος.

Ο Thorndike τοποθέτησε πεινασμένες γάτες σε κλειστά κλουβιά, τοποθετώντας σε ορατό σημείο έξω από τα κλουβιά ένα πιάτο με φαγητό. Οι πόρτες των κλουβιών μπορούσαν να ανοίξουν όταν πατούσαν έναν μοχλό μέσα στο κλουβί. Αρχικά, τα ζώα χτυπούσαν και γρατζούνιζαν τις πλευρές του κλουβιού. Αναπόφευκτα, σε κάποιο σημείο, η γάτα πατούσε το μοχλό μέσα στο κλουβί και άνοιγε την πόρτα. Σε επανειλημμένες προσπάθειες, όταν η γάτα ξανατοποθετείτο μέσα στο κλουβί, παρόμοια ενεργητική συμπεριφορά επακολουθούσε αλλά σταδιακά το ζώο φαινόταν να μαθαίνει ότι το πάτημα του μοχλού άνοιγε την πόρτα του κλουβιού. Τελικά, όταν τοποθετείτο μέσα στο κλουβί πήγαινε στο μοχλό, τον πατούσε και δραπέτευε. Έτσι, τα νέα προβλήματα αρχικά επιλύονταν με συμπεριφορά δοκιμής-λάθους και τυχαίες λύσεις σε απαντήσεις που αναπαράγονταν όταν παρουσιαζόταν το κατάλληλο ερέθισμα.

Το κλασικό παράδειγμα της έρευνας της σχολής της Gestalt ήταν η μελέτη του Kohler στην επίλυση προβλημάτων στους πιθήκους. Στα πειράματα του Kohler οι πίθηκοι έπρεπε να φτάσουν μπανάνες έξω από τα κλουβιά τους, όταν είχαν στη διάθεση τους μόνο ραβδιά. Σε μια περίπτωση, παρατήρησε έναν πίθηκο να παίρνει 2 ραβδιά και να τα ενώνει προκειμένου να φτάσει τις μπανάνες, και το αποκάλεσε περίπτωση ενόρασης. Σε σύγχρονους όρους, η άποψη του Kohler ήταν ότι το ζώο είχε δράσει με έναν στοχοκατευθυνόμενο τρόπο, προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα χρησιμοποιώντας τα ραβδιά. Τόνισε επίσης ότι παρότι το ζώο χρησιμοποίησε τα ραβδιά με έναν τρόπο δοκιμής και λάθους, βρήκε τη διορατική λύση μόνο αφού κάθισε ήσυχα για κάποιο διάστημα. Τα στοιχεία του Kohler δεν ήταν εκμαγείο-σίδηρος γιατί οι προηγούμενες εμπειρίες αυτού του κάποτε άγριου πιθήκου δεν ήταν γνωστές. Αργότερα ο Birch βρήκε λίγες ενδείξεις αυτού του είδους ενόρασης στην επίλυση προβλημάτων στους πιθήκους που μεγάλωσαν σε αιχμαλωσία. Πάντως, αυτή η έρευνα έβαλε τις βάσεις για τους μεταγενέστερους ψυχολόγους της σχολής της Gestalt να επεκτείνουν τις αναλύσεις τους στην επίλυση προβλημάτων από ανθρώπους.



Η συστηματική έρευνα απέδειξε ότι και αυτή η συμπεριφορά μπορούσε να τροποποιηθεί, με μια μέθοδο που ονομάστηκε συντελεστική μάθηση και την οποία μελέτησε ο ψυχολόγος B. F. Skinner (1904 – 1990) χρησιμοποιώντας στα πειράματά του το γνωστό ως «κλουβί του Skinner». Ένα συνηθισμένο κλουβί με ένα μοχλό στη μια πλευρά, τον οποίο μόλις το ζώο τον πιέσει εμφανίζεται τροφή.
Αναλυτικότερα, τοποθετούσε ένα ποντίκι, νηστικό για ένα 24ωρο μέσα στο κλουβί, το οποίο έκανε διάφορες κινήσεις άσκοπες (εκδηλώσεις αυθόρμητης ή συντελεστικής συμπεριφοράς), φυσικές όμως για το ζώο. Κάποια στιγμή το ποντίκι τυχαία πιέζει το μοχλό με άμεσο αποτέλεσμα την εμφάνιση τροφής, που είναι η αμοιβή του για την κίνηση που έκανε (πίεση μοχλού).
Μετά από αρκετές τέτοιες τυχαίες πιέσεις του μοχλού, που συνοδεύονται από την αμοιβή της τροφής (θετικό – ευχάριστο αποτέλεσμα), το ποντίκι άρχισε να συνδέει την ενέργεια της πίεσης του μοχλού με την προσφορά της τροφής και έτσι η κίνηση αυτή, άρχισε να έχει μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης από ότι άλλες κινήσεις. Έπειτα από πολλές επαναλήψεις, μαθαίνει κάθε φορά που πεινάει να πηγαίνει αμέσως στο μοχλό, η πίεση του οποίου σημαίνει αυτόματα και ικανοποίηση της πείνας του.
Καθοριστικό ρόλο στην απόκτηση αυτού του είδους μάθησης, της συντελεστικής δηλαδή, διαδραμάτισε η θετική ενίσχυση (εμφάνιση ευχάριστου ερεθίσματος τροφής). Η ενίσχυση όμως μπορεί να είναι και αρνητική, η οποία συνίσταται στην απομάκρυνση δυσάρεστου γεγονότος (π.χ. το ποντίκι μπορεί να μάθει να πιέζει το μοχλό για να σταματήσει το ηλεκτροσόκ (αρνητική ενίσχυση). Αν τυχόν η ενίσχυση σταματήσει να προσφέρεται συστηματικά, είναι πιθανό να οδηγήσει στη σταδιακή απόσβεση της αποκτηθείσας συμπεριφοράς.


O Harry Harlow διεξήγαγε πείραμα για να δει πόσο σημαντική είναι η αγάπη. Διαχώρισε δυο ομάδες από νεογέννητους πιθήκους από τη μητέρα τους λίγες ώρες μετά τη γέννησή τους.

Τα τοποθέτησε με δυο είδη «θετών» μητέρων. Η μια ήταν συρμάτινη και κρύα και η άλλη ήταν από μαλακό πανί και ζεστή.

Όλα τα πιθηκάκια ήπιαν ίδιες ποσότητες γάλα και μεγάλωσαν φυσικά με τον ίδιο ρυθμό. Αλλά οι ομοιότητες τους έληγαν εκεί.. Οι πίθηκοι που είχαν μαλακή, απτική επαφή με τους πιθήκους πανί συμπεριφέρονταν εντελώς διαφορετικά από πιθήκους των οποίων οι μητέρες είχαν πραγματοποιηθεί από το κρύο, σκληρό σύρμα.

Ο Harlow υπέθεσε ότι τα μέλη της πρώτης ομάδας ωφελούνταν από μια ψυχολογική-συναισθηματική προσήλωση σε αντίθεση με τα μέλη της δεύτερης. By providing reassurance and security to infants, cuddling kept normal development on track. Με την παροχή και την διαβεβαίωση για την ασφάλεια των βρεφών, cuddling διατηρείται φυσιολογική ανάπτυξη σε τροχιά.

Τι ακριβώς έκανε τον Harlow να δει ότι η συναισθηματική προσήλωση έχει γίνει μια αναπτυξιακή διαφορά. Όταν το πιθηκάκι φοβόταν από παράξενα, όπως τα αρκουδάκια με τρομαχτική όψη τα οποία έκαναν θόρυβο με τύμπανα και δημιουργήθηκαν από τους επιστήμονες για να τρομοκρατούν τα πιθηκάκια, εκείνα με τη σειρά τους πήγαιναν στο πάνινο υποκατάστατο έτσι ώστε να γίνει σωματική επαφή με τις μητέρες τους, τρίβονται πάνω τους, και τελικά να ηρεμούν.

Ο Harlow θεωρούσε ότι χρησιμοποιούσαν τις μητέρες τους, ως «ψυχολογική βάση ενέργειας,» που θα τους επέτρεπε να παραμένουν παιχνιδιάρικα και περίεργα μετά την αρχική τρομάρα που είχε υποχωρήσει. Αντίθετα, οι πίθηκοι που είχαν για υποκατάστατο συρμάτινο πλέγμα, ρίχνονταν στο πάτωμα, γρατζουνούσαν τους εαυτούς τους, κλυδώνιζονταν εμπρός και πίσω, και ούρλιαζαν τρομοκρατημένα.

Οι δραστηριότητες αυτές έμοιαζαν με συμπεριφορές των αυτιστικών παιδιών που παρατηρούνταν συχνά σε ιδρύματα, καθώς και η παθολογική συμπεριφορά των ενηλίκων που περιορίζεται σε ψυχιατρεία είχε σημειώσει ο Harlow. Η τρομακτική δύναμη του δεσμού και η απώλεια της ψυχικής υγείας θα μπορούσαν να έχουν γίνει ελάχιστα πιο δραματικά.

Κατά τα επόμενα πειράματα τα πιθηκάκια του Harlow απέδειξαν ότι το «κάλλιο αργά παρά ποτέ» δεν ήταν μια απλή έκφραση που αναφερόταν στους δεσμούς. Όταν ο Harlow τοποθέτησε τα υποκείμενά του τους πρώτους οκτώ μήνες της ζωής τους σε απόλυτη απομόνωση, και τους στέρησε την επαφή τους με τα πιθηκάκια της ηλικίας τους και την επαφή τους με τη μητέρα τους, τους δημιούργησε μη αναστρέψιμη βλάβη. Ο Harlow και οι συνάδελφοί του επανέλαβαν τα πειράματα αυτά, υποβάλλοντας βρέφη πιθήκων σε ποικίλες περιόδους στην έλλειψη μητέρας. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η επίδραση της πρώιμης στέρησης της μητέρας θα μπορούσε να ανατραπεί σε πιθήκους μόνο αν είχε διαρκέσει λιγότερο από 90 ημέρες, και εκτιμάται ότι το αντίστοιχο για τον άνθρωπο είναι έξι μήνες. Μετά από αυτές τις κρίσιμες περιόδους η έκθεση σε μητέρες ή συνομήλικες δε θα μπορούσαν να μεταβάλουν τους πιθήκους ή αντίστοιχα τους ανθρώπους από την «ανώμαλη συμπεριφορά και την συναισθηματική ζημία που είχε ήδη συμβεί. Ότανκαθιερώθηκαν για πρώτη φορά οι συναισθηματικοί δεσμοί έγιναν το κλειδί για το αν θα μπορούσαν να καθιερωθούν σε όλα.

Ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ, ο οποίος διεξήγαγε το παλαιότερο πείραμα, είναι καθηγητής του πανεπιστημίου Γιέιλ. Το 1963 ο Μίλγκραμ ζήτησε από εθελοντές να τον βοηθήσουν να διεξάγει ένα ιατρικό πείραμα, χωρίς ωστόσο να τους αποκαλύψει ότι οι ίδιοι ήταν τα υποκείμενα του πειράματος.

Στο πλαίσιο του πειράματος υπήρχε και ένας επιστήμονας ο οποίος διέταζε τους εθελοντές να κάνουν ηλεκτροσοκ σε εθελοντές – ηθοποιούς, κάθε φορά που οι τελευταίοι απαντούσαν μια ερώτηση λάθος.
Κάποιοι εθελοντές δεν δίστασαν να αυξήσουν την ισχύ του ρεύματος στο μέγιστο (450 volt) όταν οι εξεταζόμενοι απαντούσαν λανθασμένα. Δεκαετίες μετά το περιβόητο πείραμα του Αμερικανού καθηγητή ψυχολογίας, Στάνλεϊ Μίλγκραμ, οι επιστήμονες επιβεβαίωσαν ακόμα μια φορά ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι πρόθυμοι να «βασανίζουν» τους άλλους.

Σύμφωνα με το BBC, Αμερικανοί ερευνητές επανέλαβαν το πειραμα του Μίλγκραμ χρησιμοποιώντας εθελοντές, από τους οποίους ζήτησαν να κάνουν ηλεκτροσόκ σε μια άλλη ομάδα εθελοντών, τους οποίους υποδύονταν ηθοποιοί.
Από τους 29 άνδρες και τις 43 γυναίκες που συμμετείχαν εθελοντικά στο πείραμα, οι περισσότεροι ήταν έτοιμοι να κάνουν ηλεκτροσοκ σε κάποιον, γνωρίζοντας ότι θα του προκαλέσουν πολύ μεγάλο πόνο.

Με βάση τα αποτελέσματα του νέου πειράματος, ακόμα και μετά από έντονες κραυγές πόνου, το 70% των εθελοντών «βασανιστών», αποδείχτηκε πρόθυμο να αυξήσει την ένταση του ηλεκτροσόκ.

Και τα δυο πειράματα, το παλαιότερο και το πρόσφατο, μπορούν να εξηγήσουν όλα τα παράλογα του πολέμου, τα στυγερά εγκλήματα και τα βασανιστήρια που κατά καιρούς έχουν συμβεί.

Ο Φίλιπ Ζιμπάρντο διεξήγαγε ένα παρόμοιο πείραμα το οποίο είναι γνωστό ως «Το Πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ». Ηταν ένα πείραμα πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Το πείραμα διεξήχθη το 1971 από την ερευνητική ομάδα του Καθηγητή Ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.

Εικοσιτέσσερις φοιτητές επιλέχθηκαν από 70 για να παίξουν τους ρόλους των φυλακισμένων και των δεσμοφυλάκων και να ζήσουν σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου της Επιστήμης της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, αλλά και ποινικού μητρώου, έτσι ώστε να αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για την επιστημονική παρατήρηση. Οι ρόλοι μοιράστηκαν μετά από ρίψη κέρματος (κορώνα ή γράμματα).

Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες μπήκαν κατευθείαν στους ρόλους τους προχωρώντας τους ρόλους του όμως πέρα από τις προβλέψεις, οδηγούμενοι σε επικίνδυνες και ψυχολογικά καταστροφικές καταστάσεις. Το ένα τρίτο από τους φρουρούς κρίθηκε ότι επέδειξαν «γνήσια» σαδιστικές τάσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί φυλακισμένοι να τραυματιστούν ψυχολογικά και δύο από τους φοιτητές να αποχωρήσουν νωρίς από το πείραμα. Μετά την κατάρρευση ενός φοιτητή από τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στη φυλακή και συνειδητοποιώντας ότι είχε παθητικά επιτρέψει ανάρμοστες συμπεριφορές να λάβουν χώρα κάτω από την εποπτεία του, ο Ζιμπάρντο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι φυλακισμένοι όσο και οι δεσμοφύλακες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους, με αποτέλεσμα να τερματίσει το πείραμα μετά από έξι μέρες.

Δείτε την ταινία με ελληνικούς υπότιτλους
The Stanford Prison Experiment



Ας μη ξεχνάμε λοιπόν ότι η ελευθερία του καθενός σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου!


via

Pages